- χαλκεῖον
- χαλκεῖονcauldronneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χάλκειον — χάλκειος of copper masc acc sg χάλκειος of copper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκεῖα — χαλκεῖον cauldron neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LESCHAE — Gr. λέχαι, dicebantur Athenis conventicula et collocutiones frivolae, ad quas antiquitus Graeci otiosi convenire solebant, ut et ipsa loca, in quibus conveniebant. Etant autem ea plerumque tonstrinae, unde Κουριακὴ λαλιὰ prov. et inprimis… … Hofmann J. Lexicon universale
DEMONESUS — Insula Propontidis ante Nicomediam, Chalcis Gyllio, qui Chalcitem, Stephani esse putat. Ibi cyanus lapis, Chrysocolla, et aurum reperiuntur. Steph. Iuxta Chalcedonem, in qua χαλκεῖον, Aeraria fodina nobilissima. Unde Δημονήςιος χαλκὸς,… … Hofmann J. Lexicon universale
δωδωναίος — α, ο (AM δωδωναῑος, αία, αῑον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δωδώνη αρχ. παροιμ. «δωδωναῑον χαλκεῑον» πάρα πολύ φλύαρος … Dictionary of Greek
ηχείο — Πηγή ήχων που αποτελείται από μεγάφωνα του ίδιου τύπου, συμφασικά, τα οποία στηρίζονται σε κοινό ειδικό στήριγμα. Τα μεγάφωνα αυτά (ηλεκτροδυναμικά) τοποθετούνται σε κοινό πλαίσιο και συνδέονται με κοινό μετασχηματιστή, κατάλληλο για την… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
χαλκίον — και χαλκεῑον, τὸ, Α [χαλκός] 1. σκεύος κατασκευασμένο από χαλκό 2. κύμβαλο 3. κοίλο χάλκινο ηλιακό ρολόι 4. είδος χάλκινου νομίσματος («τούτοις τοῑς πονηροῑς χαλκίοις, χθές τε καὶ πρώην κοπεῑσι τῷ κακίστῳ κόμματι», Αριστοφ.) 5. χάλκινο εισιτήριο… … Dictionary of Greek
χαλκείο — Οικισμός (υψόμ. 60 μ.) του νομού Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καμποχώρων. * * * το / χαλκεῑον, ΝΜΑ, και ιων. τ. χαλκήϊον Α [χαλκεύς] εργαστήριο κατεργασίας χαλκού και άλλων μετάλλων, χαλκωματάδικο 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τα Χαλκεία… … Dictionary of Greek
ԴԱՐԲՆՈՑ — (ի, աց.) NBH 1 0604 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c գ. χαλκεῖον, χαλκών, χαλκευτέριον officina fabri aerarii, vel ferrarii Գործատուն կամ խանութ դարբնաց. ... *Որ իցեն ի դարբնոցի. Վեցօր. ՟Գ: *Որպէս ինչ առնեն ի դարբնոցս փուքքն. Նիւս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)